τενέδιος

τενέδιος
Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή του Περί του μεγαλείου και της πτώσης των Ρωμαίων, έργου του Μοντεσκιέ. 2. Μιχαήλ. Έζησε τον 18o αι. και ήταν δάσκαλος ξένων σχολών, κυρίως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
* * *
-α, -ο / τενέδιος, -ον, ΝΜΑ [Τένεδος]
1. αυτός που κατάγεται ή αυτός που προέρχεται από τη νήσο Τένεδο
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Τενέδιος, η Τενέδια και ὁ, ἡ Τενέδιος
ο κάτοικος τής νήσου Τένεδος
αρχ.
φρ. α) «τενέδιος άνθρωπος» — άτομο τού οποίου το βλέμμα εμπνέει φόβο
β) «τενέδιος αὐλητής» — ψευδομάρτυρας
γ) «τενέδιος ξυνήγορος»
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀπότομος καὶ σκληρός»
δ) «τενέδιον βέλος»
(κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῡ τενέδιος πέλεκυς
παροιμία δὲ ἐστιν ἐπὶ τῶν ἀποτόμως τι πραττόντων»
ε) «τενέδιος πέλεκυς» — το τενέδιον βέλος (Ησύχ.)
στ) «τενέδιον κακόν» — αυτός που δεν εισακούει παρακλήσεις (Στέφ. Βυζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τενέδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίων — Τενέδιος fem gen pl Τενέδιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενέδιον — Τενέδιος masc acc sg Τενέδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίη — Τενέδιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίοις — Τενέδιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίοισι — Τενέδιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίου — Τενέδιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίους — Τενέδιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίῳ — Τενέδιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενέδιοι — Τενέδιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”